απροσμέτρητος

απροσμέτρητος
безмерен

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απροσμέτρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί, ανυπολόγιστος: Η απόφασή του εκείνη είχε απροσμέτρητες συνέπειες για όλη του τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”